- ασφαλίζω
- (AM ἀσφαλίζω και -ομαι) [ασφαλής]1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω4. κλείνω καλά, κλειδώνω1| αρχ.-μσν.1. δεσμεύω2. επιβάλλω περιορισμό, φυλακίζω3. (-ίζω και -ίζομαι) εξασφαλίζομαινεοελλ.1. συνάπτω σύμβαση με εγγύηση για αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου, ατυχήματος, αδυναμίας προς εργασία (προσώπων), απώλειας ή καταστροφής (περιουσιακών στοιχείων)2. (για όπλο) κατεβάζω τη σφύρα στην εγκοπή της ασφάλειας του όπλουμσν.βεβαιώνω| αρχ. επιτηρώ, φρουρώ.
Dictionary of Greek. 2013.